δασερός

δασερός
-ή, -ό [δάσος]
1. (για περιοχή) δασώδης, γεμάτος δάση
2. (για κήπο) πολύδεντρος, με πυκνή βλάστηση
3. (για δέντρα) φουντωτός, πολύφυλλος
4. (για άντρες και ζώα) δασύτριχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δασερός — ή, ό ο γεμάτος δάση: To  καλοκαίρι πάντα κάνουμε διακοπές σε μια δασερή περιοχή με πολλή δροσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασιασμένος — η, ο ο δασερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος, σχηματισμός κατά τα σε ιασμένος, αναλογικά προς το σχήμα πάθος παθιάζομαι παθιασμένος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”